- σπαθαροκουβικουλάριος
- ο, ΝΜ (στο Βυζ.) συν. στον πληθ. οι σπαθαροκουβικουλάριοιευνούχοι που έφεραν τον τίτλο τού σπαθαρίου και υπηρετούσαν στα διαμερίσματα τού παλατιού, όπου βρίσκονταν οι κοιτώνες τών αυτοκρατόρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθάριος «τιμητικός τίτλος» + κουβικουλάριος < λατ. cubicularius «θαλαμηπόλος» (< cubiculum «κοιτώνας»)].
Dictionary of Greek. 2013.